Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμετρότης
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
View word page
συμμετρικός
συμμετρ-ικός, , όν,
A). of moderate size, Poll. 9.24 .


ShortDef

of moderate size

Debugging

Headword:
συμμετρικός
Headword (normalized):
συμμετρικός
Headword (normalized/stripped):
συμμετρικος
IDX:
98407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98408
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετρ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of moderate size</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 9.24 </a>.</div> </div><br><br>'}