Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμετρότης
View word page
συμμετίσχω
συμμετ-ίσχω,=
A). συμμετέχω, τῆς αἰτίας S. Ant. 537 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμετίσχω
Headword (normalized):
συμμετίσχω
Headword (normalized/stripped):
συμμετισχω
IDX:
98400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98401
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετ-ίσχω</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">συμμετέχω, τῆς αἰτίας</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg002.perseus-grc1:537" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg002.perseus-grc1:537/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ant.</span> 537 </a> .</div> </div><br><br>'}