Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
View word page
συμμεταχωρέω
συμμετα-χωρέω,
A). change position with, c. dat., Alex.Aphr. in Mete. 152.1 .


ShortDef

change position with

Debugging

Headword:
συμμεταχωρέω
Headword (normalized):
συμμεταχωρέω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταχωρεω
IDX:
98396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98397
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετα-χωρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">change position with</span>, c. dat., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg008:152:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg008:152.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Aphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Mete.</span> 152.1 </a>.</div> </div><br><br>'}