Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
View word page
συμμεταχειρίζομαι
συμμετα-χειρίζομαι, Med,
A). take charge of along with, μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα Is. 8.22 .


ShortDef

take charge of along with

Debugging

Headword:
συμμεταχειρίζομαι
Headword (normalized):
συμμεταχειρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμεταχειριζομαι
IDX:
98395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετα-χειρίζομαι</span>, Med, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">take charge of along with</span>, <span class="quote greek">μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0017.tlg008.perseus-grc1:22" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0017.tlg008.perseus-grc1:22/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Is.</span> 8.22 </a> .</div> </div><br><br>'}