Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
View word page
συμμετατρέπω
συμμετα-τρέπω,
A). change along with, Sch. Ptol. Tetr. 8 .


ShortDef

change along with

Debugging

Headword:
συμμετατρέπω
Headword (normalized):
συμμετατρέπω
Headword (normalized/stripped):
συμμετατρεπω
IDX:
98393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98394
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετα-τρέπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">change along with</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 8 </a>.</div> </div><br><br>'}