Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετίσχω
View word page
συμμεταρρυθμίζω
συμμετα-ρρυθμίζω,
A). bring into harmony with, τῷ πρέποντι τὰ πράγματα Men.Prot. p.14 D.


ShortDef

bring into harmony with

Debugging

Headword:
συμμεταρρυθμίζω
Headword (normalized):
συμμεταρρυθμίζω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταρρυθμιζω
IDX:
98390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98391
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετα-ρρυθμίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bring into harmony with</span>, <span class="quote greek">τῷ πρέποντι τὰ πράγματα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4076.tlg001:p.14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4076.tlg001:p.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Men.Prot.</span> p.14 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> </div> </div><br><br>'}