Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
View word page
συμμεταρρέω
συμμετα-ρρέω,
A). flow away together, Simp. in Epict. p.112 D.


ShortDef

flow away together

Debugging

Headword:
συμμεταρρέω
Headword (normalized):
συμμεταρρέω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταρρεω
IDX:
98389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98390
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετα-ρρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flow away together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg006:p.112" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg006:p.112/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Epict.</span> p.112 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> </div> </div><br><br>'}