Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
View word page
συμμεταποιέω
συμμετα-ποιέω,
A). alter along with or together, Philum. Ven. 4.8 .


ShortDef

alter along with

Debugging

Headword:
συμμεταποιέω
Headword (normalized):
συμμεταποιέω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταποιεω
IDX:
98388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98389
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετα-ποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">alter along with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0671.tlg001:4:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0671.tlg001:4.8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philum.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ven.</span> 4.8 </a>.</div> </div><br><br>'}