Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
View word page
συμμετακινέω
συμμετα-κῑνέω,
A). transfer at the same time, Gal. 18(2).888 :— Pass., Plot. 4.4.29 .


ShortDef

transfer at the same time

Debugging

Headword:
συμμετακινέω
Headword (normalized):
συμμετακινέω
Headword (normalized/stripped):
συμμετακινεω
IDX:
98383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98384
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετα-κῑνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transfer at the same time</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).888 </span>:— Pass., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2000.tlg001:4:4:29" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2000.tlg001:4:4:29/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plot.</span> 4.4.29 </a>.</div> </div><br><br>'}