Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
View word page
συμμεταίτιος
συμμετ-αίτιος, ον,
A). contributing jointly, πρός τι Pl. Ti. 46e .


ShortDef

contributing jointly

Debugging

Headword:
συμμεταίτιος
Headword (normalized):
συμμεταίτιος
Headword (normalized/stripped):
συμμεταιτιος
IDX:
98382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98383
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετ-αίτιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contributing jointly</span>, <span class="quote greek">πρός τι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg031:46e" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg031:46e/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ti.</span> 46e </a> .</div> </div><br><br>'}