Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
View word page
συμμετάγω
συμμετ-άγω [ᾰ],
A). carry away together, τὸν ἀκροατὴν ἑαυτῷ Eust. ad D.P. p.75.32 B.


ShortDef

carry away together

Debugging

Headword:
συμμετάγω
Headword (normalized):
συμμετάγω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταγω
IDX:
98380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98381
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμετ-άγω</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carry away together</span>, <span class="quote greek">τὸν ἀκροατὴν ἑαυτῷ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> </span> ad D.P.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:p.75:32" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:p.75.32/canonical-url/"> p.75.32 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div> </div><br><br>'}