Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
View word page
συμμεσουράνησις
συμμεσουρᾰ/ν-ησις, εως, ,
A). simultaneous culmination, Str. 1.1.21 , Ptol. Alm. 8.4 .


ShortDef

a being in the same meridian

Debugging

Headword:
συμμεσουράνησις
Headword (normalized):
συμμεσουράνησις
Headword (normalized/stripped):
συμμεσουρανησις
IDX:
98377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμεσουρᾰ/ν-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">simultaneous culmination</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:1:1:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:1:1:21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 1.1.21 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Alm.</span> 8.4 </span>.</div> </div><br><br>'}