Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
View word page
συμμεσουράνημα
συμμεσουρᾰ/ν-ημα
,
ατος
,
τό
,
A).
culmination of a star
,
ἑῷον
, as the sun is rising,
ἑσπερινόν
, as the sun is setting,
Ptol.
Alm.
8.4
.
ShortDef
culmination of a star
Debugging
Headword:
συμμεσουράνημα
Headword (normalized):
συμμεσουράνημα
Headword (normalized/stripped):
συμμεσουρανημα
IDX:
98376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98377
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμεσουρᾰ/ν-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">culmination of a star</span>, <span class="foreign greek">ἑῷον</span>, as the sun is rising, <span class="foreign greek">ἑσπερινόν</span>, as the sun is setting, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Alm.</span> 8.4 </span>.</div> </div><br><br>'}