Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
View word page
συμμεσουρανέω
συμμεσουρᾰν-έω,
A). culminate together, Ptol. Tetr. 79 , Alm. 8.4 , al.


ShortDef

culminate together

Debugging

Headword:
συμμεσουρανέω
Headword (normalized):
συμμεσουρανέω
Headword (normalized/stripped):
συμμεσουρανεω
IDX:
98375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98376
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμεσουρᾰν-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">culminate together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:79" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:79/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 79 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Alm.</span> 8.4 </span>, al.</div> </div><br><br>'}