Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
View word page
συμμεριτεύω
συμμερ-ῑτεύω,
A). share with, c. dat., BGU 993 iii 2 (ii B.C.).


ShortDef

share with

Debugging

Headword:
συμμεριτεύω
Headword (normalized):
συμμεριτεύω
Headword (normalized/stripped):
συμμεριτευω
IDX:
98374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98375
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμερ-ῑτεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">share with</span>, c. dat., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 993 iii 2 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}