Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
View word page
συμμεμιγμένως
συμμεμιγμένως, Adv.
A). confusedly, Sch. Nic. Th. 677 .


ShortDef

confusedly

Debugging

Headword:
συμμεμιγμένως
Headword (normalized):
συμμεμιγμένως
Headword (normalized/stripped):
συμμεμιγμενως
IDX:
98370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμεμιγμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confusedly</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:677" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:677/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Th.</span> 677 </a>.</div> </div><br><br>'}