Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμ<ε>ικτέον
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
View word page
συμμεμετρημένως
συμμεμετρημένως, Adv. pf. part. Pass., (συμμετρέω)
A). in due proportion, Hp. Mochl. 38 , Poll. 4.167 .


ShortDef

in due proportion

Debugging

Headword:
συμμεμετρημένως
Headword (normalized):
συμμεμετρημένως
Headword (normalized/stripped):
συμμεμετρημενως
IDX:
98369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98370
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμεμετρημένως</span>, Adv. pf. part. Pass., (<span class="etym greek">συμμετρέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in due proportion</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mochl.</span> 38 </span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4:167" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4.167/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 4.167 </a>.</div> </div><br><br>'}