Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμείγνυμι
συμμ<ε>ικτέον
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
View word page
συμμέμαα
συμμέμᾰα,
A). to be eager together with, Διὶ συμμεμαῶτες v.l. for συμμογέοντες in Q.S. 5.105 .


ShortDef

to be eager together with

Debugging

Headword:
συμμέμαα
Headword (normalized):
συμμέμαα
Headword (normalized/stripped):
συμμεμαα
IDX:
98368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98369
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμέμᾰα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be eager together with</span>, <span class="foreign greek">Διὶ συμμεμαῶτες</span> v.l. for <span class="ref greek">συμμογέοντες</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:5:105" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:5.105/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Q.S.</span> 5.105 </a>.</div> </div><br><br>'}