Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύσκομαι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμ<ε>ικτέον
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
View word page
συμμεῖραξ
συμμεῖραξ, ᾰκος, , ,
A). partner in youth, Tz. H. 4.673 .


ShortDef

partner in youth

Debugging

Headword:
συμμεῖραξ
Headword (normalized):
συμμεῖραξ
Headword (normalized/stripped):
συμμειραξ
IDX:
98364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98365
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμεῖραξ</span>, <span class="itype greek">ᾰκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">partner in youth</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:4:673" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:4.673/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 4.673 </a>.</div> </div><br><br>'}