Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύσκομαι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμ<ε>ικτέον
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
View word page
συμμειρακιώδης
συμμειρᾰκιώδης
,
ες
,
A).
altogether childish
, Lucil.
Fr.
187
Marx (dub.).
ShortDef
altogether childish
Debugging
Headword:
συμμειρακιώδης
Headword (normalized):
συμμειρακιώδης
Headword (normalized/stripped):
συμμειρακιωδης
IDX:
98363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98364
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμειρᾰκιώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">altogether childish</span>, Lucil.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 187 </span> Marx (dub.).</div> </div><br><br>'}