Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύσκομαι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμ<ε>ικτέον
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
View word page
σύμμειξις
σύμμειξις,
A). v. σύμμιξις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύμμειξις
Headword (normalized):
σύμμειξις
Headword (normalized/stripped):
συμμειξις
IDX:
98361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98362
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμμειξις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύμμιξις</span> .</div> </div><br><br>'}