Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύσκομαι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμ<ε>ικτέον
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
View word page
συμμεθύσκομαι
συμμεθύσκομαι, Pass.,= sq., Plu. 2.97a , 124c .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμεθύσκομαι
Headword (normalized):
συμμεθύσκομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμεθυσκομαι
IDX:
98356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98357
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμεθύσκομαι</span>, Pass.,= sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.97a </span>, <span class="bibl"> 124c </span>.</div><br><br>'}