Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμαστάζω
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμεθύσκομαι
συμμεθύω
συμμείγνυμι
συμμ<ε>ικτέον
σύμμεικτος
σύμμειξις
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
View word page
συμμεθέπω
συμμεθ-έπω,
A). sway jointly, σκῆπτρα interpol.in AP 15.15 (Constantin. Rhod.).


ShortDef

to sway jointly

Debugging

Headword:
συμμεθέπω
Headword (normalized):
συμμεθέπω
Headword (normalized/stripped):
συμμεθεπω
IDX:
98354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98355
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμεθ-έπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sway jointly</span>, <span class="foreign greek">σκῆπτρα</span> interpol.in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 15.15 </span> (Constantin. Rhod.).</div> </div><br><br>'}