Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμμαίνομαι
συμμαλάσσω
συμμανθάνω
συμμαραίνομαι
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
συμμαρτυρία
συμμαρτύρομαι
συμμάρτυρος
σύμμαρτυς
συμμαστάζω
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθαρμόζομαι
συμμέθεξις
συμμεθέπω
View word page
συμμαστάζω
συμμαστάζω, aor. -εμάσταξα,
A). chew as well, Hippiatr. 119 .


ShortDef

chew as well

Debugging

Headword:
συμμαστάζω
Headword (normalized):
συμμαστάζω
Headword (normalized/stripped):
συμμασταζω
IDX:
98344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98345
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμαστάζω</span>, aor. <span class="foreign greek">-εμάσταξα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chew as well,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0738.tlg001:119" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0738.tlg001:119/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hippiatr.</span> 119 </a>.</div> </div><br><br>'}