Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύμβωμος
σύμμαγμα
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμαλάσσω
συμμανθάνω
συμμαραίνομαι
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
συμμαρτυρία
συμμαρτύρομαι
συμμάρτυρος
σύμμαρτυς
συμμαστάζω
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
View word page
συμμαρτύρομαι
συμμαρτύρομαι [ῡ], Med.,= συμμαρτυρέω, v.l. in Apoc. 22.18 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμαρτύρομαι
Headword (normalized):
συμμαρτύρομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμαρτυρομαι
IDX:
98341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98342
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμαρτύρομαι</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, Med.,= <span class="foreign greek">συμμαρτυρέω</span>, v.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg027.perseus-grc1:22:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg027.perseus-grc1:22.18/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">Apoc.</span> 22.18 </a>.</div><br><br>'}