Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβροχέω
σύμβροχος
συμβρύκω
συμβύω
σύμβωμος
σύμμαγμα
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμαλάσσω
συμμανθάνω
συμμαραίνομαι
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
συμμαρτυρία
συμμαρτύρομαι
συμμάρτυρος
σύμμαρτυς
συμμαστάζω
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
View word page
συμμαραίνομαι
συμμᾰραίνομαι,
A). wither together, Phleg. Fr. 36.15 J.


ShortDef

wither together

Debugging

Headword:
συμμαραίνομαι
Headword (normalized):
συμμαραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμαραινομαι
IDX:
98337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98338
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμμᾰραίνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wither together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phleg.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 36.15 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> </span> </div> </div><br><br>'}