Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύμβουλος
συμβραβεύω
συμβρέμω
συμβρέχω
σύμβρος
συμβροχέω
σύμβροχος
συμβρύκω
συμβύω
σύμβωμος
σύμμαγμα
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμαλάσσω
συμμανθάνω
συμμαραίνομαι
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
συμμαρτυρία
συμμαρτύρομαι
συμμάρτυρος
View word page
σύμμαγμα
σύμμαγμα, ατος, τό,
A). mass of rubble, Hsch. s.v. εὐθυντηρία .


ShortDef

mass of rubble

Debugging

Headword:
σύμμαγμα
Headword (normalized):
σύμμαγμα
Headword (normalized/stripped):
συμμαγμα
IDX:
98332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98333
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμμαγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mass of rubble</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">εὐθυντηρία</span> .</div> </div><br><br>'}