Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβουλεύω
συμβουλή
συμβούλησις
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβραβεύω
συμβρέμω
συμβρέχω
σύμβρος
συμβροχέω
σύμβροχος
συμβρύκω
συμβύω
σύμβωμος
σύμμαγμα
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμαλάσσω
συμμανθάνω
View word page
σύμβρος
σύμβρος, ,= κάπρος, Hsch. (leg. σύβρος).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύμβρος
Headword (normalized):
σύμβρος
Headword (normalized/stripped):
συμβρος
IDX:
98326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98327
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμβρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">κάπρος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">σύβρος</span>).</div><br><br>'}