Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβολικός
συμβόλικτρον
συμβολιμαῖος
συμβόλιον
συμβολοκοπέω
συμβολόκοπος
σύμβολον
σύμβολος
συμβολοφύλαξ
συμβόσκομαι
σύμβοτος
συμβουλεία
συμβούλευμα
συμβούλευσις
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβούλησις
συμβουλία
View word page
σύμβοτος
σύμβοτος, ον,
A). pastured in common, Hsch. συμβουάδ<δ>ει· ὑπερμαχεῖ, Δάκωνες, Id. συμβοῦαἱ· συνωμόται, Id.


ShortDef

pastured in common

Debugging

Headword:
σύμβοτος
Headword (normalized):
σύμβοτος
Headword (normalized/stripped):
συμβοτος
IDX:
98309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98310
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύμβοτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pastured in common</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">συμβουάδ&lt;δ&gt;ει·</span> <span class="foreign greek">ὑπερμαχεῖ, Δάκωνες</span>, Id. <span class="orth greek">συμβοῦαἱ·</span> <span class="foreign greek">συνωμόται</span>, Id.</div> </div><br><br>'}