Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβόλησις
συμβολήτρα
συμβολικός
συμβόλικτρον
συμβολιμαῖος
συμβόλιον
συμβολοκοπέω
συμβολόκοπος
σύμβολον
σύμβολος
συμβολοφύλαξ
συμβόσκομαι
σύμβοτος
συμβουλεία
συμβούλευμα
συμβούλευσις
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
View word page
συμβολοφύλαξ
συμβολοφύλαξ [ῠ],,
A). keeper of receipts, PRev.Laws 10.2 , al. (iii B.C.).


ShortDef

keeper of receipts

Debugging

Headword:
συμβολοφύλαξ
Headword (normalized):
συμβολοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
συμβολοφυλαξ
IDX:
98307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98308
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβολοφύλαξ</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">keeper of receipts,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PRev.Laws</span> 10.2 </span>, al. (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}