Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβόλησις
συμβολήτρα
συμβολικός
συμβόλικτρον
συμβολιμαῖος
συμβόλιον
συμβολοκοπέω
συμβολόκοπος
σύμβολον
σύμβολος
συμβολοφύλαξ
συμβόσκομαι
σύμβοτος
συμβουλεία
συμβούλευμα
συμβούλευσις
συμβουλευτέος
συμβουλευτής
View word page
συμβολόκοπος
συμβολόκοπ-ος (parox.), ον,(κόπτω)
A). given to feasting, Aq., Sm., Thd. Pr. 23.21 .


ShortDef

given to feasting

Debugging

Headword:
συμβολόκοπος
Headword (normalized):
συμβολόκοπος
Headword (normalized/stripped):
συμβολοκοπος
IDX:
98304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβολόκοπ-ος</span> (parox.), <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">κόπτω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">given to feasting</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 23.21 </span>.</div> </div><br><br>'}