Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβόλαιος
συμβολατεύω
συμβολεύς
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβόλησις
συμβολήτρα
συμβολικός
συμβόλικτρον
συμβολιμαῖος
συμβόλιον
συμβολοκοπέω
συμβολόκοπος
σύμβολον
σύμβολος
συμβολοφύλαξ
συμβόσκομαι
σύμβοτος
συμβουλεία
συμβούλευμα
View word page
συμβολιμαῖος
συμβολ-ῐμαῖος, α, ον,= συμβόλαιος (q.v.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμβολιμαῖος
Headword (normalized):
συμβολιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
συμβολιμαιος
IDX:
98301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβολ-ῐμαῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">συμβόλαιος</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}