Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβλύω
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβοηθητικὸν
συμβοηθός
συμβολαιογράφος
συμβόλαιον
συμβολαιόομαι
συμβόλαιος
συμβολατεύω
συμβολεύς
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
συμβόλησις
συμβολήτρα
συμβολικός
συμβόλικτρον
συμβολιμαῖος
συμβόλιον
View word page
συμβολατεύω
συμβολ-ᾱτεύω,= συναλλακτεύω, Epich. 100 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμβολατεύω
Headword (normalized):
συμβολατεύω
Headword (normalized/stripped):
συμβολατευω
IDX:
98292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98293
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβολ-ᾱτεύω</span>,= <span class="foreign greek">συναλλακτεύω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0521.tlg001:100" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0521.tlg001:100/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Epich.</span> 100 </a>.</div><br><br>'}