Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σύμβλημα
συμβλής
σύμβλησις
συμβλητέον
συμβλητικός
συμβλητός
συμβλύω
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβοηθητικὸν
συμβοηθός
συμβολαιογράφος
συμβόλαιον
συμβολαιόομαι
συμβόλαιος
συμβολατεύω
συμβολεύς
συμβολεύω
συμβολέω
συμβολή
View word page
συμβοηθητικὸν
συμβοηθ-ητικὸν
ἐντάγιον
,
A).
confirmatory
receipt,
PGrenf.
2.97.7
(vi A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συμβοηθητικὸν
Headword (normalized):
συμβοηθητικὸν
Headword (normalized/stripped):
συμβοηθητικον
IDX:
98286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98287
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβοηθ-ητικὸν</span> <span class="foreign greek">ἐντάγιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confirmatory</span> receipt, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGrenf.</span> 2.97.7 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}