συμβιόω
συμβῐ-όω, fut. -βιώσομαι: pf. -βεβίωκα: aor. -εβίων, inf. -βιῶναι, but also aor. 1
A). -βιῶσαι HP 2.1.2 , , 4.54 :— 2.89 live with, τινι ; 15.97 μετά τινος MM 1212b31 ; πρός τινα (v. συμβιωτέον) ; ἥδιστος συμβιῶναι Ep. 4.4 ; χείρους πρὸς τὸ συμβιοῦν EN 1126a31 ; ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι Smp. 181d ; of a husband, Wilcken Chr. 122.3 (i A.D.); of a concubine, BGU 614.3 (iii A.D.); of a wedded pair, as opp. to mere cohabitation (συνοικεῖν), , cf. 2.142f BGU 251.4 (i A.D.), etc.
2). of plants,[ἐλάαν φασὶ] πρὸς κιττὸν ς. l.c.
3). metaph., ς. τῷ φρονεῖν ; 15 ἀγαθῇ τύχῃ ; 18.266 χαρὰ ς. τινί ; 2.1099f ς. μέσφι θανάτου, of a disease, SD 1.4 .