Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιοτεύω
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
συμβλέπω
συμβλήδην
σύμβλημα
View word page
συμβιότη
συμβῐ-ότη, ,
A). wife, JHS 19.296 (Galatia), BCH 21.94 (Paphlagonia).


ShortDef

wife

Debugging

Headword:
συμβιότη
Headword (normalized):
συμβιότη
Headword (normalized/stripped):
συμβιοτη
IDX:
98266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98267
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβῐ-ότη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wife</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">JHS</span> 19.296 </span> (Galatia), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 21.94 </span> (Paphlagonia).</div> </div><br><br>'}