Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβεννίων
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιοτεύω
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτής
συμβλάπτω
συμβλαστάνω
συμβλέπω
συμβλήδην
View word page
συμβιοτεύω
συμβῐ-οτεύω,= συμβιόω, App.Anth. 3.146 (Theon), etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμβιοτεύω
Headword (normalized):
συμβιοτεύω
Headword (normalized/stripped):
συμβιοτευω
IDX:
98265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98266
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβῐ-οτεύω</span>,= <span class="foreign greek">συμβιόω</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">App.Anth.</span> 3.146 </span> (Theon), etc.</div><br><br>'}