Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβεννίων
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιοτεύω
συμβιότη
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτάριον
συμβιωτέον
συμβιωτής
συμβλάπτω
View word page
συμβιβαστής
συμβῐβ-αστής, οῦ, ,
A). reconciler, ib.


ShortDef

reconciler

Debugging

Headword:
συμβιβαστής
Headword (normalized):
συμβιβαστής
Headword (normalized/stripped):
συμβιβαστης
IDX:
98262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98263
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβῐβ-αστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reconciler</span>, ib.</div> </div><br><br>'}