Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβεννίων
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιοτεύω
συμβιότη
συμβιόω
View word page
συμβία
συμβία [ῐ],, late word for σύμβιος (),
A). wife, PLond. 3.978.19 (iv A.D.), etc.


ShortDef

wife

Debugging

Headword:
συμβία
Headword (normalized):
συμβία
Headword (normalized/stripped):
συμβια
IDX:
98257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98258
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβία</span> [<span class="foreign greek">ῐ],</span>, late word for <span class="foreign greek">σύμβιος </span>(<span class="etym greek">ἡ</span>), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wife,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 3.978.19 </span> (iv A.D.), etc.</div> </div><br><br>'}