Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβεννίων
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
συμβιβαστής
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιοτεύω
View word page
συμβεννίων
συμβεννίων,
A). v. σεβένιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμβεννίων
Headword (normalized):
συμβεννίων
Headword (normalized/stripped):
συμβεννιων
IDX:
98255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98256
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβεννίων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σεβένιον</span> .</div> </div><br><br>'}