Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
συμβελής
συμβελτιόομαι
συμβεννίων
συμβηματίζω
συμβία
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβίβασις
συμβιβασμός
View word page
συμβεβαιωτής
συμβεβαι-ωτής, οῦ, ,
A). joint-guarantor, ib. 6 (iii A.D.), etc.


ShortDef

joint-guarantor

Debugging

Headword:
συμβεβαιωτής
Headword (normalized):
συμβεβαιωτής
Headword (normalized/stripped):
συμβεβαιωτης
IDX:
98251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98252
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβεβαι-ωτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint-guarantor</span>, ib.<span class="bibl"> 6 </span> (iii A.D.), etc.</div> </div><br><br>'}