Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συμβαλλομαχία
συμβαλλομάχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
συμβασιλιστής
σύμβασις
συμβαστάζω
συμβατέος
συμβατεύω
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβεβαιόω
συμβεβαιωτής
συμβεβηκότως
View word page
συμβασιλιστής
συμβᾰσῐλ-ιστής, οῦ, ,
A). fellow-member of guild of βασιλισταί (q.v.), Arch.Pap. 5.158.6 (iii B.C.).


ShortDef

fellow-member of guild of βασιλισταί

Debugging

Headword:
συμβασιλιστής
Headword (normalized):
συμβασιλιστής
Headword (normalized/stripped):
συμβασιλιστης
IDX:
98242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98243
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβᾰσῐλ-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-member of guild of</span> <span class="foreign greek">βασιλισταί</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Arch.Pap.</span> 5.158.6 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}