Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συλλύται
συλλύω
σῦλον
συλόνυξ
σῦμα
συμβαδίζω
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβαλανεύομαι
συμβαλλομαχέω
συμβαλλομαχία
συμβαλλομάχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
συμβασιλεύω
View word page
συμβαλλομαχέω
συμβαλλο-μᾰχέω,=
A). concinno, Gloss.


ShortDef

concinno

Debugging

Headword:
συμβαλλομαχέω
Headword (normalized):
συμβαλλομαχέω
Headword (normalized/stripped):
συμβαλλομαχεω
IDX:
98231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98232
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβαλλο-μᾰχέω</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">concinno,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}