Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συλλυσσάομαι
συλλύται
συλλύω
σῦλον
συλόνυξ
σῦμα
συμβαδίζω
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβαλανεύομαι
συμβαλλομαχέω
συμβαλλομαχία
συμβαλλομάχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβαματικός
συμβαπτίζομαι
συμβαρέω
συμβαρύνω
συμβασείω
View word page
συμβαλανεύομαι
συμβᾰλᾰνεύομαι, Med.,
A). bathe together with, τισι Lyd. Mag. 3.62 .


ShortDef

bathe together with

Debugging

Headword:
συμβαλανεύομαι
Headword (normalized):
συμβαλανεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμβαλανευομαι
IDX:
98230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98231
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συμβᾰλᾰνεύομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bathe together with</span>, <span class="itype greek">τισι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mag.</span> 3.62 </span>.</div> </div><br><br>'}