Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συλλογευτικός
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλοιδορέω
συλλούομαι
σύλλουτρον
συλλοχάω
συλλοχία
συλλοχίζω
συλλοχισμός
συλλοχίτης
συλλυπέω
σύλλυσις
συλλυσσάομαι
συλλύται
συλλύω
View word page
σύλλουτρον
σύλλου-τρον τὸ Ἀπολλιναρίου, name of eye-salve, Orib. Syn. 3.118 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύλλουτρον
Headword (normalized):
σύλλουτρον
Headword (normalized/stripped):
συλλουτρον
IDX:
98212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύλλου-τρον</span> <span class="foreign greek">τὸ Ἀπολλιναρίου</span>, name of eye-salve, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg004:3:118" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg004:3.118/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Syn.</span> 3.118 </a>.</div><br><br>'}