Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιβλεπτέον
ἀντιβλέπω
ἀντίβλεψις
ἀντίβλημα
ἀντιβοάω
ἀντιβοηθέω
ἀντίβοιος
ἀντιβολεύς
ἀντιβολέω
ἀντιβολή
ἀντιβολήρ
ἀντιβόλησις
ἀντιβολία
ἀντίβολον
ἀντιβομβέω
ἀντιβόρειον
ἀντιβουλεύομαι
ἀντιβραδύνω
ἀντιβρίθω
ἀντιβροντάω
ἀντιγαμέω
View word page
ἀντιβολήρ
ἀντιβολ-ήρ· στρωτὴρ μικρός ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντιβολήρ
Headword (normalized):
ἀντιβολήρ
Headword (normalized/stripped):
αντιβοληρ
IDX:
9820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9821
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιβολ-ήρ·</span> <span class="foreign greek">στρωτὴρ μικρός</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}