Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συλλήπτρια
συλλήπτωρ
συλλῃστεύω
συλλῃστής
σύλληψις
συλλιθηγία
σύλλιθος
συλλιπαίνομαι
συλλίρ
συλλογεύς
συλλογευτικός
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλοιδορέω
συλλούομαι
σύλλουτρον
View word page
συλλογευτικός
συλλογ-ευτικός
,
ή
,
όν
,
A).
of
or
for collection
,
τὸ ς
. (sc.
ἀργύριον
)
Test.Epict.
5.9
,
7.10
.
ShortDef
of or for collection
Debugging
Headword:
συλλογευτικός
Headword (normalized):
συλλογευτικός
Headword (normalized/stripped):
συλλογευτικος
IDX:
98202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98203
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συλλογ-ευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">for collection</span>, <span class="foreign greek">τὸ ς</span>. (sc. <span class="foreign greek">ἀργύριον</span>) <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Test.Epict.</span> 5.9 </span>, <span class="bibl"> 7.10 </span>.</div> </div><br><br>'}