Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συλληΐζομαι
συλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτικός
συλλήπτρια
συλλήπτωρ
συλλῃστεύω
συλλῃστής
σύλληψις
συλλιθηγία
σύλλιθος
συλλιπαίνομαι
συλλίρ
συλλογεύς
συλλογευτικός
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
View word page
συλλιθηγία
συλλῐθηγία
,
ἡ
,
A).
assistance in transport of stone,
Supp.Epigr.
2.569.23
,
4.447.50
(Didyma, ii B.C.). [Written
συνλ-
.]
ShortDef
assistance in transport of stone
Debugging
Headword:
συλλιθηγία
Headword (normalized):
συλλιθηγία
Headword (normalized/stripped):
συλλιθηγια
IDX:
98197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98198
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συλλῐθηγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assistance in transport of stone,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Supp.Epigr.</span> 2.569.23 </span>, <span class="bibl"> 4.447.50 </span> (Didyma, ii B.C.). [Written <span class="foreign greek">συνλ-</span>.]</div> </div><br><br>'}