Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύλλεγμα
συλλέγω
Συλλεῖα
συλλείβω
συλλειοτριβέω
συλλειόω
συλλειτουργέω
σύλλεκτος
σύλλεκτρος
σύλλεξις
συλλεπτύνω
συλλεσχηνεύω
συλλήβδην
συλλήγω
συλληΐζομαι
συλλημμα
σύλληξις
συλληπτέον
συλληπτικός
συλλήπτρια
συλλήπτωρ
View word page
συλλεπτύνω
συλλεπτύνω,
A). make thin, Gal. 18(2).912 .


ShortDef

make thin

Debugging

Headword:
συλλεπτύνω
Headword (normalized):
συλλεπτύνω
Headword (normalized/stripped):
συλλεπτυνω
IDX:
98183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98184
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συλλεπτύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make thin</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).912 </span>.</div> </div><br><br>'}