Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλάλημα
συλλάλησις
συλλαλιά
συλλαμβάνω
σύλλαμψις
συλλανθάνω
συλλατρεύω
συλλαφύσσω
σύλλαψις
συλλεαίνω
σύλλεγμα
συλλέγω
Συλλεῖα
συλλείβω
συλλειοτριβέω
συλλειόω
συλλειτουργέω
σύλλεκτος
σύλλεκτρος
View word page
σύλλαψις
σύλλαψις,
A). v. σύλληψις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύλλαψις
Headword (normalized):
σύλλαψις
Headword (normalized/stripped):
συλλαψις
IDX:
98171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-98172
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύλλαψις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύλληψις</span> .</div> </div><br><br>'}